- φυτογραφικός
- -ή, -ό, Ναυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φυτογραφία.[ΕΤΥΜΟΛ. < φυτογραφία. Το επίθ. μαρτυρείται από το 1876 στον Θεόδ. Αφεντούλη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φυτογραφικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φυτογραφία (βλ. λ.), που είναι της φυτογραφίας: Φυτογραφική μελέτη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)